- ακριβοχέρης, -α, -ικο
- παραδόπιστος, τσιγκούνης: Ακριβοχέρης όπως ήτανε, ποτέ του δε δάνειζε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριβοχέρης — α, ικο αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χέρι] … Dictionary of Greek